πεδιάσιος

πεδιάσιος
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι
οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε -άσιος (πρβλ. Φλειάσιος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεδιάσιος — of the plain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιασίους — πεδιάσιος of the plain masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάσιοι — πεδιάσιος of the plain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”